- ιθύτομος
- ἰθύτομος, -ον (Α)αυτός που έχει τμηθεί σε ευθεία γραμμή, ο ευθύς («ἰθύτομος οἶμος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τομος (< τόμος), πρβλ. αρτί-τομος, υλό-τομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιθυτμής — ἰθυτμής, ὁ (Α) ο ιθύτομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + τμής (< θ. τμη τού τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε τμή θην), πρβλ. ημι τμής, φλεβο τμής] … Dictionary of Greek
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek
ՈՒՂՂԱԿՏՈՒՐ — ( ) NBH 2 0546 Chronological Sequence: 8c ա. ἱθύτομος, ὁρθότομος in rectum sectus, rectus. Ուղիղ կտրեալ. ուղիղ ձեւով. անխոտոր. անվրէպ. *(Անիւք հոգեղէնք են նշանակք) ի նոյն ի նա կոյս՝ անխոտոր եւ ուղղակտուր անուամբ (յն. ճանապարհաւ) ամենայն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)